- εκρουμάνιση
- ηη μεταβολή σε ρουμανικό ή σε Ρουμάνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκρουμάνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρουμανίζω … Dictionary of Greek
εκρουμανισμός — ο η εκρουμάνιση … Dictionary of Greek
εκρουμανισμός — ο εκρουμάνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)